- βητάρμων
- βητάρμων, ο (Α)1. ο χορευτής2. ως επίθ. ο χορευτικός, που φαίνεται σαν να χορεύει.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με βάση την ερμηνεία του Ησυχίου («ορχησταί από του ηρμοσμένως βαίνειν»), η λ. βητ-άρμων συνδέεται ως προς το β' συνθετικό με την ομάδα του αραρίσκω* και κυρίως με την αρμονία*, αν και δεν διατηρεί την αρχική δασύτητα, φαινόμενο που πιθ. οφείλεται σε ιωνική ψίλωση. Το α' συνθετικό του βητάρμων έχει υποστηριχτεί ότι προέρχεται από τη ρίζα του βαίνω, κατ' άλλη δε άποψη < *βητος, *βητη ή *βήτρον (πρβλ. αρχ. ινδ. gātram «μέλος») με ανομοίωση, ενώ άλλοι δέχονται < (θ.) βητ- αθέματου ονόματος βης (πρβλ. θ. δωτ- του ονόματος δως «δόση»). Τέλος, σύμφωνα με άλλη υπόθεση, ο τ. βητάρμων < *βηματάρμων, με συλλαβική ανομοίωση].
Dictionary of Greek. 2013.